Δεν υπάρχει πιο γοητευτική συνθήκη για όσους είναι διατεθειμένοι να κινηθούν στην πολύ υψηλή κατηγορία τιμής για την κάλυψη των, αντίστοιχα, υψηλών απαιτήσεών τους από το να γνωρίζουν πως επενδύουν τα χρήματά τους σε μια σειρά από προϊόντα που έχουν υποστεί αυτό που λέμε «ανθρώπινο άγγιγμα».
Την αίσθηση, δηλαδή, ότι πάνω στο σασί του εκάστοτε μηχανήματος είναι ακόμα νωπά τα δακτυλικά αποτυπώματα του κατασκευαστή που επιμελήθηκε την υλοποίησή του από το χαρτί έως και την τελευταία βίδα. Μας αρέσει να οραματιζόμαστε ηλικιωμένους μηχανικούς, ψημένους στα μυστικά του ήχου και της μουσικής, να κολλάνε με ακρίβεια τα αυστηρώς επιλεγμένα υλικά πάνω σε μία πλακέτα, κι ας φοράνε γυαλιά πρεσβυωπίας.
Και όλα αυτά μέσα σε ένα μικρό υπόγειο εργαστήριο σε κάποια απομακρυσμένη, μικρή γωνιά του πλανήτη, όπου καθημερινά γράφεται μια νέα ιστορία, με πρώτες ύλες το μεράκι, τη γνώση και την αστείρευτη αγάπη για το αντικείμενο.
Στην περίπτωση του κ. Βλαντιμίρ Λαμ, όλα αυτά δεν απέχουν πολύ από την πραγματικότητα. Για την ακρίβεια, καθόλου! Μέσα σε ένα υπόγειο στο Μπρούκλιν, σε μια από τις πλέον κακόφημες συνοικίες της Αμερικής, εδώ και μερικές δεκαετίες γεννιούνται μερικές από τις πλέον περίφημες συσκευές του hi-end.
Όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται αυτό, όσο απομακρυσμένο κι αν είναι από το ατσαλάκωτο «εταιρικό» προσωπείο των πολυεθνικών που δραστηριοποιούνται στο χώρο μας, η ουσία είναι πως έχουμε να κάνουμε με μία από τις ελάχιστες εναπομείνασες αυθεντικές βιοτεχνίες ήχου.
Μέχρι και ο τελευταίος πυκνωτής περνά από τα χέρια και τα αυτιά του κ. Λαμ. Ενός αξιόλογου επιστήμονα, που χρωστά την ευρύτητα του γνωστικού πεδίου του στην επί χρόνια ερευνητική δραστηριότητά του στην ανθρώπινη ακοή την οποία διεξήγε στην πρώην πλέον Σοβιετική Ένωση.
Όλα αυτά, σε συνδυασμό με την εξαιρετική φήμη που απολαμβάνουν τα Lamm παγκοσμίως, είναι υπέρ αρκετά για να εξάψουν το ενδιαφέρον όσων αναζητούν τη δική τους ηχητική Ιθάκη μεταξύ των λιγοστών πανάκριβων υλοποιήσεων που η λέξη «κορυφαίο» δημιουργήθηκε για να περιγράψει.
ΤΑ... ΒΑΡΗ ΤΟΥ HI-END
Σκόπιμο είναι να ξεκινήσουμε με μια συνοπτική περιγραφή του τι, τέλος πάντων, είναι αυτό που έχουμε μπροστά μας. Προφανώς, πρόκειται για ένα σετ προενισχυτή γραμμής (L2 Reference), ταιριασμένο με ένα ζευγάρι μονομπλόκ τελικών ενισχυτών (M1.2 Reference), άπαντα υβριδικού τύπου και με λειτουργία σε καθαρή Τάξη Α.
Το όχι και τόσο προφανές είναι ότι πρόκειται περί δύο υλοποιήσεων που κυκλοφορούν στην αγορά για πάνω από 10 χρόνια, περνώντας κατά καιρούς από τον πάγκο του κατασκευαστή για να εξοπλιστούν με τις πιο επίκαιρες αναβαθμίσεις.
Κι όταν λέμε «αναβαθμίσεις», εννοούμε κατά κύριο λόγο υλικά και τεχνοτροπίες που για μεγάλο χρονικό διάστημα παρακολουθούσε, ανέπτυσσε και βελτίωνε μέχρι του σημείου να προσφέρουν ένα σημαντικά καλύτερο ηχητικό αποτέλεσμα, ώστε να έχει νόημα η όλη διαδικασία της αναβάθμισης.
Είναι περιττό να αναφερθεί πως πίσω από τον Lamm δεν υπάρχουν ομάδες μάρκετινγκ και επικοινωνίας που να επιβάλλουν τακτικές «αναβαθμίσεις» μόνο και μόνο για να κυκλοφορεί το όνομά του. Είναι ξεκάθαρο πως ο συμπαθής κ. Βλάντιμιρ απασχολεί την κοινότητα μόνο όταν έχει κάτι να πει.
Σε κάθε άλλη περίπτωση, αποσύρεται στο προσφιλές υπόγειό του για να προετοιμάσει το επόμενο χτύπημά του, που μπορεί να γίνει και... έπειτα από καμιά δεκαριά χρόνια.
Οι συσκευές της Lamm κατέφθασαν στο στούντιο του περιοδικού μας μέσα σε τέσσερα ασήκωτα ξύλινα κιβώτια. Όπως καταλαβαίνετε, η αρχική διαδικασία της αποσυσκευασίας απαιτεί κατσαβίδι και αρκετή υπομονή για να ολοκληρωθεί.
Μόλις, όμως, τα μηχανήματα κάνουν την εμφάνισή τους, κατευθείαν θα αισθανθείτε πως ο χρόνος και το χρήμα που ξοδέψατε για την απόκτησή τους κάθε άλλο παρά χαμένος έχει πάει. Ταυτόχρονα, θα κάνετε ένα στιγμιαίο ταξίδι στο χρόνο, καθώς η εμφάνιση των μηχανημάτων παραπέμπει ευθέως σε υλοποιήσεις περασμένων δεκαετιών.
Ξεχάστε τις γυαλιστερές προσόψεις, τις καμπύλες, τα λαμπιόνια και οτιδήποτε άλλο επιβάλλει αυτό που λέμε «lifestyle αισθητική». Μάλιστα, κάποιος περαστικός από το στούντιο, όταν αντίκρισε τα Lamm έκανε το εξής σχόλιο: «Επαγγελματικά είναι;».
Πράγματι, η αυστηρή εμφάνισή τους τα καθιστά υποψήφια ακόμα και για εγκατάσταση σε ένα στούντιο ηχογραφήσεων (κάτι που συνάδει με τον ήχο τους), χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει πως σε ένα οικιακό περιβάλλον δε θα βρουν τη θέση τους, αρκεί βέβαια το έτερό σας ήμισυ να... διαθέτει την απαιτούμενη κατανόηση.
REFERENCE ΕΣΤΙ...
Καιρός να περάσουμε στις πιο πικάντικες λεπτομέρειες. Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, από τον προενισχυτή, το καμάρι του Lamm. O λόγος για τον L2 Reference που, όπως βλέπετε, έρχεται με δύο διακριτά σασί. Το ένα περιλαμβάνει τα στάδια line, ενώ το άλλο είναι το τροφοδοτικό.
Επιτρέψτε μας να ξεκινήσουμε από το δεύτερο, μιας και το ανεξάρτητο τροφοδοτικό σε προενισχυτή είναι κάτι το εξαιρετικά σπάνιο και απαντάται μόνο σε κορυφαίες υλοποιήσεις, όπως στην εν λόγω. Είναι προφανές πως ο κατασκευαστής αντιλαμβάνεται πλήρως την ανάγκη υλοποίησης ενός εξαιρετικού σταδίου τροφοδοσίας, ειδικότερα στην περίπτωση που έχουμε να κάνουμε με προενισχυτή: Ίσως τον πιο ευαίσθητο κρίκο της αλυσίδας του συστήματός μας.
Πράγματι, αν κάνετε το κόπο να λύσετε τις αρκετές αλυσίδες που συγκρατούν το καπάκι του σασί του, θα βρεθείτε μπροστά σε μια ιδιαίτερα προσεγμένη υλοποίηση που «φωνάζει» από μακριά πως έχει δεχθεί μέχρι και την τελευταία... σταγόνα της φροντίδας του κατασκευαστή.
Δε χρειάζεται να μακρηγορούμε, αναφέροντας τα κορυφαία υλικά που χρησιμοποιούνται, ωστόσο αξίζει να αναφερθεί πως στα στάδια ανόρθωσης και σταθεροποίησης γίνεται χρήση μίας σειράς λυχνιών.
Βρήκαμε μία ECC83, μία ρωσική 6C19P καθώς και μία 5651Α που χρησιμοποιείται ως αναφορά για την DC τάση λειτουργίας του κυκλώματος. Οι παραπάνω επιδρούν στη σταθεροποίηση και οπωσδήποτε αποτελούν μια μακράν πιο «ψαγμένη» εναλλακτική, έναντι των φθηνών solid state, σταθεροποιήσεις που χρησιμοποιούνται ευρέως.
Στην ανόρθωση υπάρχει ένα ζεύγος 12ΑΧ3, που ολοκληρώνει τη λαμπάτη σύνθεση αυτού του κορυφαίου τροφοδοτικού. Άλλα σημεία άξια προσοχής είναι το επιμελημένο φίλτρο AC που φροντίζει για την καθαρή τροφοδότηση του μηχανήματος από το δίκτυο της πόλης καθώς και ο θωρακισμένος τοροειδής μετασχηματιστής.
Η σύνδεση με το line κομμάτι του προενισχυτή γίνεται μέσω ενός ειδικού «πεντάπινου» καλωδίου. Και εκεί τα πράγματα είναι ίδια και απαράλλαχτα, από πλευράς ποιότητας κατασκευής. Αντιστάσεις μεταλλικού φιλμ της Dale και πυκνωτές επί της διαδρομής του σήματος από τη Reoderstein, ενώ οι μεγάλοι ηλεκτρολυτικοί που βλέπετε είναι Dubilier.
Ένα κι ένα τα υλικά κατασκευής. Αν απομακρυνθείτε λίγο για να έχετε μια πλήρη εικόνα του εσωτερικού του μηχανήματος, θα διαπιστώσετε την πλήρως ανεξάρτητη φύση των δύο καναλιών του προενισχυτή, κάτι που έχει ως κατάληξη τη χρήση δύο διαφορετικών βηματικών ποτενσιόμετρων.
Στο στάδιο του κέρδους γίνεται χρήση ημιαγωγών τύπου MOSFET που λειτουργούν σε καθαρή Τάξη Α, προσφέροντας περί τα 15 dB κέρδους. Αξιοσημείωτα χαμηλή είναι η αντίσταση εξόδου του μηχανήματος (130Ω), γεγονός που εξασφαλίζει καλό ταίριασμα, τόσο με τα καλώδια υψηλών χωρητικοτήτων όσο και με την πλειονότητα των καλών τελικών ενισχυτών της αγοράς.
Το σίγουρο είναι πως με τα 41kΩ του Μ1.2 δημιουργούνται εξαιρετικές συνθήκες matching. Για να ολοκληρωθεί η περιγραφή του L2 Reference απαιτείται η αναφορά στο διακόπτη αναστροφής της φάσης που υπάρχει στην πρόσοψη του μηχανήματος και θα χαροποιήσει ιδιαίτερα τους κυνηγούς της λεγόμενης «απόλυτης φάσης» (absolute phase).
Σύμφωνα με τη θεωρία, η σωστή αναπαραγωγή ενός μουσικού προγράμματος επιτυγχάνεται μόνο όταν οι συσκευές λειτουργούν συμφασικά με το ηχογραφημένο υλικό. Βέβαια, το πόσο εύκολο είναι να επιτευχθεί κάτι τέτοιο με τις σύγχρονες ηχογραφήσεις, που για την παραγωγή τους χρησιμοποιούνται δεκάδες μικρόφωνα καθώς και ισάριθμα ή και περισσότερα κανάλια μίξης στην κονσόλα, είναι ένα θέμα.
Ωστόσο, η ύπαρξη αυτής της δυνατότητας είναι οπωσδήποτε ευπρόσδεκτη, μιας και στα χέρια ενός ιδιαίτερα ασκημένου ακροατή μπορεί να επιφέρει βελτίωση της απόδοσης κάποιων ηχογραφήσεων.
CLASS A ALL THE WAY
Τo έτερο ήμισυ του προενισχυτή είναι οι μονομπλόκ τελικοί Μ1.2 Reference. Δύο θηριώδεις συσκευές βάρους 31 κιλών έκαστη που δε στερούνται του γνωστού αυστηρού και βιομηχανικού look της Lamm. Οι χειρολαβές μεταφοράς διευκολύνουν σημαντικά το... επίπονο έργο της τοποθέτησής τους στο ρακ σας, γι’ αυτό μη διανοηθείτε να τους μεταφέρετε με οποιονδήποτε άλλο τρόπο. Από πλευράς τεχνικών χαρακτηριστικών, τα νούμερα που δημοσιεύει ο κατασκευαστής είναι εξόχως εντυπωσιακά, με τα πιο ενδιαφέροντα να είναι εκείνα της αποδιδόμενης ισχύος.
Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο ενισχυτής είναι σε θέση να αποδώσει από 150 έως και 700(!) Wrms σε μια σειρά από φορτία που ξεκινούν από τα 8Ω και καταλήγουν μέχρι και το 1Ω (τα 110 σε Τάξη Α τόσο στα 8Ω όσο και στα 4Ω). Δικαιούται, λοιπόν, να υπερηφανεύεται για το ότι ο ενισχυτής του είναι σε θέση να οδηγήσει οποιοδήποτε ηχείο της αγοράς, κάτι που δε διστάζει να αναφέρει και ο ίδιος με κάθε ευκαιρία.
Πέρα, όμως, από τις ανεξάντλητες ικανότητες οδήγησης, ο Μ1.2 έρχεται με μια ιδιαίτερα χαμηλή αντίσταση εξόδου της τάξης των 0,082Ω, κάτι που σημαίνει πως υπό φορτίο 8Ω ο συντελεστής απόσβεσης αγγίζει το 98. Πέρα από τα προφανή πλεονεκτήματα στον τομέα του ελέγχου της κίνησης των μεγαφώνων, δημιουργούνται οι κατάλληλες συνθήκες για τη χρήση καλωδίων μεγάλου μήκους, χωρίς να ελλοχεύει ο κίνδυνος περιορισμού της απόκρισης συχνοτήτων του συστήματος.
Ωστόσο, το στοιχείο του εντυπωσιασμού ενισχύεται ακόμα περισσότερο, αν σταθούμε για μια στιγμή και αναλογιστούμε πως όλα αυτά που είπαμε μέχρι στιγμής επιτυγχάνονται από έναν ενισχυτή που λειτουργεί σε...πεντακάθαρη Τάξη Α, χρησιμοποιώντας MOSFET στην έξοδο και μία λυχνία «6922» στο ενδιάμεσο στάδιο οδήγησης.
Το «πεντακάθαρη Τάξη Α» υπογραμμίστε το διότι ισχύει 100%. Στο σημείο αυτό δε χωρούν φτηνά τεχνάσματα μόνο και μόνο για να καταλήξουμε σε θεαματικά νούμερα ισχύος, πίσω από τα οποία κρύβεται μια κανονικότατη λειτουργία σε Τάξη ΑΒ.
Στην προκειμένη περίπτωση, η Τάξη Α διατηρείται για όλες τις παραπάνω τιμές ισχύος, ενώ το μυστικό εντοπίζεται σε ένα μικρό διακόπτη δύο θέσεων που θα βρείτε στην πίσω όψη του μηχανήματος. Από εκεί επιλέγετε την ονομαστική αντίσταση του ηχείου σας και, βάσει αυτής σας της επιλογής, ο ενισχυτής προσαρμόζεται κατάλληλα για να το οδηγήσει επαρκώς, χωρίς να διαταράξει την πιο αγνή τάξη λειτουργίας στον κόσμο του audio.
Η προσαρμογή έγκειται στην τάση τροφοδοσίας του τελικού σταδίου καθώς και στο ρεύμα ηρεμίας των ενισχυτικών στοιχείων. Κατά τα άλλα, στον ενισχυτή εφαρμόζεται ελάχιστη αρνητικά ανάδραση (της τάξης των 7dB), ενώ εξυπακούεται πως ένα μηχάνημα τέτοιων επιδόσεων δε θα μπορούσε να υπάρξει χωρίς τη συνδρομή ενός ικανότατου τροφοδοτικού.
Πράγματι, το μεγαλύτερο ποσοστό του βάρους του το χρωστά στο μεγάλο μετασχηματιστή των 900 VA, που επιμελώς θωρακίζεται με τη χρήση ενός μεταλλικού κουτιού, ενώ στην έξοδο του τροφοδοτικού υπάρχουν επίσης δύο μεγάλοι πυκνωτές εξομάλυνσης χωρητικότητας 56.000 μF έκαστος, οι οποίοι εξασφαλίζουν επαρκείς ποσότητες ρεύματος, ακόμα και για τα πλέον απαιτητικά μεταβατικά περάσματα της μουσικής.
ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟΥΣ ΝΟΜΟΥΣ ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ
Το σετ της Lamm έφτασε στα χέρια μας στρωμένο, έχοντας δηλαδή περάσει τις 200 ώρες που απαιτεί ο κατασκευαστής. Στήθηκε με ευλάβεια στο στούντιο ακροάσεων του περιοδικού για να οδηγήσει τα άκρως απαιτητικά SCM70SL της ATC, ενώ στη θέση της πηγής βρέθηκαν οι εξής δύο συνήθεις ύποπτοι: το SCD-XA9000ES της Sony ως ψηφιακή πηγή και το Sondek LP12 της Linn για ακροάσεις δίσκων βινυλίου.
Όλο το σύστημα συνδέθηκε με Ιnterconnect και καλώδια ηχείων Nirvana, ενώ πριν από κάθε ακρόαση το αφήναμε σε συνεχή λειτουργία για περίπου 45 λεπτά, σεβόμενοι τις απαιτήσεις του κατασκευαστή.
Αρχικά, επέλεξα να ξεκινήσω τις ακροάσεις, αξιολογώντας τις οδηγικές ικανότητες των Μ1.2, μιας και εκ πρώτης όψεως πρόκειται για ένα από τα πιο εντυπωσιακά στοιχεία του υπό δοκιμή σετ. Πέρα από την ύπαρξη των αδηφάγων ATC στο σύστημά μας, διάλεξα μια πραγματικά εξαντλητική ηχογράφηση, το Baduizm της Έρικα Μπαντού.
Για όσους δε γνωρίζουν το συγκεκριμένο άλμπουμ, αρκεί να σας πω πως το πρώτο κομμάτι ξεκινά με μια ερεβώδη μελωδία μπάσου από συνθεσάιζερ που διατηρείται καθ’ όλη τη διάρκεια του κομματιού, ικανή μάλιστα να... γκρεμίσει πολυκατοικία. Το απόλυτο τεστ αντοχής για οποιοδήποτε ενισχυτή που περιττό να σας πω πως οι Μ1.2 πέρασαν με αξιοσημείωτη άνεση, χωρίς καν να ιδρώσουν.
Οι 10ιντσοι κώνοι των ATC άγγιξαν το μέγιστο σημείο της διαδρομής τους για να αποδώσουν το σεισμογόνο χαμηλό που απαιτεί η συγκεκριμένη ηχογράφηση. Και μη νομίζετε πως αυτό που ακούσαμε ήταν απλώς ένας βόμβος ή μια ακαθόριστη ριπή χαμηλού.
Η μελωδία αποδόθηκε με ακρίβεια και πιστότητα όπως και τα κοφτά διευρυμένα μεταβατικά της νωχελικής ρυθμικής λούπας που έπειτα από μερικά μέτρα έκανε την εμφάνισή της. Το συμπέρασμα; Όντως, οι Μ1.2 είναι σε θέση να οδηγήσουν στο έπακρο οποιοδήποτε ηχείο βρεθεί στο δρόμο τους. Τελεία και παύλα...
Έχοντας ξεκαθαρίσει τα περί δυνάμεως των ενισχυτών, καιρός να περάσουμε στα πιο λεπτοφυή στοιχεία του ήχου των Lamm. Για το σκοπό αυτό «τρέξαμε» μια σειρά από αγαπημένες όσο και αποκαλυπτικές ηχογραφήσεις, με πρώτη και καλύτερη το Tatum Group Masterpieces του Αρτ Τάτουμ. Κουαρτέτο φυσικών οργάνων, με το πιάνο του βιρτουόζου μουσικού και το σαξόφωνο του Μπεν Γουέμπστερ να βρίσκονται στην πρώτη γραμμή. Η πιανιστική εισαγωγή έδωσε το στίγμα του ήχου που επρόκειτο να απολαύσουμε.
Τέλεια άρθρωση, ακλόνητη τοποθέτηση, συνέπεια στα μικροδυναμικά στα όρια της υστερίας και, φυσικά, ένα απόλυτα ουδέτερο ηχόχρωμα που σου δίνει την εντύπωση ότι οι 31 κιλών ενισχυτές καθώς και ο προενισχυτής απλώς εξαφανίστηκαν για να δώσουν τη θέση τους στο μουσικό γεγονός. Δεν άργησε να κάνει την εμφάνισή του το σαξόφωνο για να με καθηλώσει με το σχεδόν τρομακτικό ρεαλισμό του, κάνοντάς με να νομίζω πως βρίσκομαι καθισμένος στη θέση ενός αεροπλάνου την ύστατη στιγμή της απογείωσης.
Το συχνοτικό περιεχόμενο του οργάνου έδωσε την ευκαιρία στο σετ της Lamm να επιδείξει τις άφθονες αρετές του στην ευρύτερη υψηλή περιοχή, όπου η κρυστάλλινη καθαρότητα, η ισορροπία και οι αρμονικές που ξεπερνούν τα όρια της ανθρώπινης ακοής είναι τα κυρίαρχα στοιχεία αιχμής. Σειρά πήρε το A thousand beautiful things της Τζάνις Σίγκελ.
Μια αρκετά πιο πολύπλοκη δουλειά, από πλευράς ενορχήστρωσης, σε λάτιν δρόμους, με την οποία όμως το σετ της Lamm δεν αισθάνθηκε το παραμικρό κόμπλεξ. Αντίθετα... ήπιε τις τεκίλες του, χαλάρωσε και μπήκε στο πετσί της δύσκολης αυτής ηχογράφησης, τεμαχίζοντας την ηχητική σκηνή με ακρίβεια χιλιοστού για να τοποθετήσει τις ακριβείς θέσεις των οργάνων της πολυπρόσωπης ορχήστρας.
Έχοντας από ώρα δεδομένη την τονική ισορροπία, αφέθηκα στο μοναδικό groove αυτής της μουσικής για να διαπιστώσω πως το σετ από κοφτερό και στακάτο μπορεί με την ίδια άνεση να σε ταξιδέψει στα πιο ρευστά μονοπάτια του tempo, «προδίδοντας» τα MOSFET που λειτουργούν στη μηχανή του.
Τις επόμενες ώρες και ημέρες που έζησα παρέα με τις συσκευές της Lamm, οι μουσικές διαδέχονταν η μία την άλλη, ενώ όλο και περισσότερο καταστάλαζε μέσα μου η ιδέα πως η επιτυχία της Lamm δεν μπορεί να εκφραστεί μέσα από μια στενή σχέση χαρακτηριστικών. Αυτό που παίρνετε είναι ένα, κυριολεκτικά, αόρατο αποτέλεσμα που αρνείται να υποπέσει σε οποιουδήποτε είδους σφάλμα.
Μία συστοιχία μηχανημάτων που δημιουργήθηκαν για να υπηρετήσουν τη μουσική, χωρίς να έχουν την παραμικρή τάση να εισάγουν ούτε ένα κόκκο «χαρακτήρα». Συνεπώς, κάθε άλλο παρά υπερβολικό θα ήταν να πούμε πως μεταξύ των εκατομμυρίων λόγων για τους οποίους οφείλετε να επενδύσετε στο σετ της Lamm, ο κορυφαίος όλων είναι ότι κυριολεκτικά... δεν έχουν ήχο!
Για όσους το έχουν ξεχάσει, αυτό σημαίνει μηχάνημα αναφοράς.
ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΟΣ: MF Audio
ΕΠΑΦΗ: 210.7244.147
ΤΙΜΗ: L2 Reference: 16.000 €
M1.2 Reference: 22.000 € (ζευγάρι)
ΥΠΕΡ
- Διαφάνεια και ανάλυση που... σκοτώνουν
- 110W σε Τάξη Α τόσο στα 8Ω όσο και στα 4Ω είναι μεγάλη υπόθεση
- Εξαιρετικής ποιότητας υλικά
ΚΑΤΑ
- Η αυστηρή εμφάνιση
ΣΧΟΛΙΟ
Ένα σετ μηχανημάτων αναφοράς που δε γνωρίζουν τι εστί παραμόρφωση, χρωματισμός και, γενικά, αυτό που λέμε «χαρακτήρας». Προσφέρουν ομοιογένεια, διαφάνεια και ανάλυση που σπανίζει, ενώ το μεγαλύτερο όπλο τους είναι τα 110W σε Τάξη Α. Εν ολίγοις, ένα σετ αόρατων υπηρετών της μουσικής.