Τούτη τη φορά θα σας πω για κάτι τέλεια γνωστό, αγαπημένο και νομίζω ότι, για τούτο το δίσκο του Μίκη Θεοδωράκη, δε χρειάζεται να αναφέρω τίποτα άλλο από τους τίτλους των τραγουδιών. Ήταν μια χρυσή εποχή, ένας δημιουργικός αγέρας, μια ιδανική κατάσταση και για τον δημιουργό και για τον κόσμο του. Τραγούδια που ’βγαιναν αβίαστα, σίγουρα, καθαρά, σαν οριστικοποίηση μιας σωτήριας αντίληψης και ιδεολογίας.
Γιατί κάπου εδώ πρέπει να τονίσω ότι κάθε τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη ήταν, στον καιρό του, μια υπεύθυνη πολιτιστική πράξη. Ήταν προϊόν μελέτης, επεξεργασίας και πάθους. Ενός πάθους που κατέκλυσε για έναν καιρό το χώρο αυτόν και που προώθησε σημαντικά την κατάσταση. Αλλά, έξω από οποιαδήποτε μακροσκοπική θεώρηση που μπορούμε να κάνουμε τώρα, νομίζω πως τα τραγούδια αυτά είχαν μια συγκεκριμένη, αναμφισβήτητη και ανεκτίμητη αξία. Τραγουδήθηκαν. Έζησαν στις γειτονιές, στα λιμάνια, στα εργοστάσια, στους δρόμους, στα καφενεία, στις ταβέρνες και στα σπίτια.
Πέρασαν όμορφα όμορφα, ήσυχα και φυσιολογικά στους ανθρώπους. Δυνάμωσαν τους ανθρώπους, δυναμώθηκαν από αυτούς, πλάτυναν, γενικεύτηκαν με ένα σημαίνοντα και ιδιαίτερο τρόπο. Και είχαν τη χάρη να χαλιναγωγήσουν τα χρόνια, να σταθούν και να σημαδέψουν. Το άκουσμά τους, ακόμα και σήμερα, σε μια τόσο ρευστή και συγκεχυμένη εποχή, ξεφεύγει απ’ τη νοσταλγική αναφορά στο παρελθόν και γίνεται μια πράξη αγαπημένη, μια πράξη σχεδόν ελευθερίας. Αν και αυτό γίνεται ολοένα πιο δύσκολο, όσο περνάει ο καιρός.
Σε αυτόν τον καταπληκτικό, λοιπόν, δίσκο συγκεντρώνονται και συνυπάρχουν μερικοί κορυφαίοι του ελληνικού μουσικού χώρου. Και, κάτω από τη ζωντανή, φιλική ανάσα του ακριβού Θεοδωράκη, φτιάχνουν έναν ανοιξιάτικο κήπο, με όλου του κόσμου τις γλύκες, τις ομορφιές και τ’ αρώματα.
Αρχίζει κανείς από τη Μυρτιά, με μια δροσερή κι ανάλαφρη Μαίρη Λίντα να ταξιδεύει χαριτωμένα, σαν το αεράκι που ’ρχεται κάτι ώρες και σου γεμίζει το πρόσωπο. Το τραγούδι είναι από το «Αρχιπέλαγο», μπουζούκι παίζει ο Μανώλης Χιώτης -νομίζω ότι φτάνει το όνομα- και η ορχήστρα είναι ένας έξυπνος συνδυασμός μπουζουκιού και βιολιών, που ρέει όμορφα. Ακολουθεί αυτό το μοναδικό Μάνα μου και Παναγιά, σε στίχους Τ. Λειβαδίτη. Εδώ υπάρχει ένας λιτός, σαφής, ανυποχώρητος Μπιθικώτσης, που ξέρει να κρατάει το μέτρο, το πάθος και τη χάρη, στο λυρικό αυτό αριστούργημα. «Κλαίει η μάνα μου στο μνήμα, κλαίει κι η Παναγιά». Και είναι μια μουσική και μια κραυγή που σου τρυπάει τα τύμπανα, ψάχνει μέσα, βαθιά, τη ρίζα σου και σε αιχμαλωτίζει.
Κάπου εδώ έχω χρέος να συστήσω το δίσκο στους ορκισμένους επικριτές της ελληνικής μουσικής. Υπάρχουν και τέτοιοι, και μάλιστα οι περισσότεροι νεαρής ηλικίας. Και, προς Θεού, ας μην καταφύγουν στον εύκολο όρο «τραγουδάκια...». Γιατί το μόνο που δεν είναι αυτές οι δημιουργίες είναι τραγουδάκια της στιγμής. Κι αν ακόμα φτιάχτηκαν γρήγορα -λέω, αν-, δεν είναι περιστασιακά εξ αντικειμένου. Είναι ευτυχείς συγκυρίες, με μεγάλη ισχύ και σημασία. Αυτό ισχύει και για διάφορους «εκτιμητές», περισπούδαστους και σοφούς, του έργου του Θεοδωράκη.
Στη συνέχεια του δίσκου ακούγεται η Μαργαρίτα η Μαργαρώ, που η μάνα της είναι τρελή και την κλειδώνει μοναχή... και τη συνέχεια την ξέρετε, κι ας έρθει κι ένας ξύπνιος να φτιάξει άλλη μία «Μαργαρώ». Αλλά, εδώ που τα λέμε -για να λέμε και των στραβών το δίκιο-, τι να την κάνουμε τώρα τη «Μαργαρίτα». Σίγουρα, άλλα μας λείπουν στον κακό μας τον καιρό. Ξανά η Μαίρη Λίντα σε ένα εμπνευσμένο κομμάτι του συνθέτη. «Σε πότισα ροδόσταμο, με πότισες φαρμάκι, της παγωνιάς αητόπουλο, της ερημιάς γεράκι» με τη σαφήνεια και το μέτρο των στίχων του Γκάτσου.
Αλλά τι άλλο ήταν ο Μίκης Θεοδωράκης, σε όλη του την εμπόλεμη ζωή; Τι άλλο απ’ της ερημιάς το γεράκι; Το βάσανό του ήταν ότι πάντοτε ήξερε τους εχθρούς, πάντα ήξερε και πώς να τους πολεμήσει. Είχε γνώση και αίσθηση του κόσμου του και πάντα οριστικοποιούσε -άλλοτε περιστασιακά και άλλοτε μόνιμα- το πρόβλημα και την ανάγκη του. Φέρνοντας έτσι στην επιφάνεια και τις ανάγκες, ηθικές και αισθητικές, του λαού του.
Και όταν, πιο κάτω, απαλλαγμένος από τεχνικές και παιχνίδια, τραγουδάει ο ίδιος το Χάθηκα από τους «Λιποτάκτες», συγκεκριμενοποιεί απροσδόκητα, έντονα και τόσο πειστικά ένα παράπονο. Ίσως κάποιο δικό του παράπονο. Κάτι, μάλιστα, μου λέει ότι ίσως αυτό το τραγούδι να έχει κάποια οδυνηρή επικαιρότητα για τον ίδιο τον Μίκη Θεοδωράκη. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η διαχρονικότητα αυτού του κομματιού είναι δεδομένη. Αν όχι η αισθητική, τουλάχιστον η του θέματος. Ξέχασα να σας πω ότι πριν από το Χάθηκα ακούγεται το Ήσουν καλός κι ήσουν γλυκός, από τον Επιτάφιο του Γ. Ρίτσου, πάλι με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση.
Στη δεύτερη πλευρά του δίσκου ξεκινάει ένας γενικός, ήρεμος και αφάνταστα ρητός Καζαντζίδης. Πρώτα με το χιλιοτραγουδισμένο Βράχο-βράχο τον καημό μου, κι έπειτα μ’ εκείνον τον αδήριτο Καημό, και τα δύο από την «Πολιτεία». «Ποτάμι μέσα μου πικρό, το αίμα της πληγής σου κι από το αίμα πιο πικρό στο στόμα το φιλί σου» Ποτάμι ο ήχος του Καζαντζίδη, καθαρός και ίσιος ο ρυθμός. Η Μαίρη Λίντα ερμηνεύει στη συνέχεια ένα κομμάτι από τον «Επιτάφιο», όπου και η ορχήστρα με τα βιολιά και το μπουζούκι, αλλά και η φωνή της, δίνουν μια νέα διάσταση σ’ αυτήν τη σύνθεση.
Κορυφαία στιγμή του δίσκου το ζεϊμπέκικο Βρέχει στη φτωχογειτονιά. Ο ήχος των μπουζουκιών ιδανικός, κοφτός, με μια γνωστή κι αγαπημένη χροιά. Και η φωνή του Μπιθικώτση να ξεδιπλώνεται αβίαστα, συναρπαστικά, σε μια έκφραση τελικής λύσης. Μιας λύσης που μοιάζει με αναγέννηση. Μιας λύσης που μας έδωσε το ρυθμό και την αλήθεια των ήχων μας, επιτέλους.
Ακολουθεί ένα άλλο τραγούδι, με τον Μπιθικώτση επίσης, από το «Αρχιπέλαγος». Και, τέλος, η Μαίρη Λίντα κλείνει το δίσκο με την Απαγωγή, πρώτο βραβείο του φεστιβάλ ελληνικού τραγουδιού του 1961.
Αυτός, λοιπόν, ο δίσκος του Μίκη Θεοδωράκη πρέπει, κατά τη γνώμη μας, να υπάρχει σε κάθε ελληνική δισκοθήκη. Ίσως, μάλιστα, αξίζει να τον βάλετε στα πολύτιμα αντικείμενα, στο σάκο σωτηρίας που θα ετοιμάσετε για κάποιο σεισμό...
---
Τα κείμενα αυτά διαβάζονται σαν να γράφτηκαν χθες. Είναι η παρακαταθήκη του περιοδικού ΗΧΟΣ στον ελληνικό πολιτισμό. Δημοσιευθήκαν το 1979, διά χειρός Αντώνη Ανδρικάκη.