Ο οποίος παρότι ζει στην Ολλανδία, είναι Αμερικανός. Στο Άμστερνταμ βρέθηκε -μέσω Ελβετίας- για μαθήματα κόρνο με έναν από τους εξάρχοντες της ορχήστρας Concertgebouw.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ
Οι περισσότεροι ηχολήπτες με τους οποίους έχω συζητήσει έχουν τεχνικό υπόβαθρο στις σπουδές τους. Αντίθετα, εσείς ξεκινήσατε ως μουσικός. Είχατε παρακολουθήσει και μαθήματα μουσικής τεχνολογίας στη σχολή;
Σπούδασα κόρνο στο Oberlin Conservatory στην Αμερική, όπου και ασχολήθηκα ενεργά με τον ραδιοφωνικό σταθμό της σχολής. Ήμουν επικεφαλής του κλασσικού τμήματος, αλλά ενδιαφέρθηκα και για τις τεχνικές πτυχές της λειτουργίας του σταθμού. Όταν αρχίσαμε να μεταδίδουμε ζωντανά τις εμφανίσεις μας, ξύπνησε το ενδιαφέρον μου για την ηχοληψία. Πέρασαν 12 χρόνια και ζούσα πια στο Άμστερνταμ όταν είδα πως αυτή ήταν η βάση για ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή μου.
Πώς αλλάξατε θέση από την ορχήστρα στο controlroom; Ήταν μια σταδιακή διαδικασία, ή μια επιχειρηματική απόφαση;
Αγόρασα ένα σπίτι στην οδό Kanaal (το όνομα της εταιρίας προέρχεται από εκεί). Στον τελευταίο όροφο υπήρχε παλιά το ατελιέ ενός ζωγράφου. Ο μεγάλος αυτός χώρος χρησιμοποιήθηκε από μουσικούς για πρόβες και γύρω στο 1984/5 μου ζήτησαν να τους ετοιμάσω demo tapes. Συνήθως ήταν τραγουδιστές που έπρεπε να στείλουν μια κασέτα σε οντισιόν. Τότε είχα ένα αναλογικό μπομπινόφωνο με σύστημα μείωσης του θορύβου, μερικά κασετόφωνα Nakamichi και μια σειρά από μικρόφωνα της AKG. Το 1985 η Sony έβγαλε έναν consumerφορητό ψηφιακό εγγραφέα, τον F1. Έγραφε σε κασέτες Betamax και δεν υπήρχε καμιά δυνατότητα επεξεργασίας· αν ήθελα να πειράξω ο,τιδήποτε έπρεπε να το μεταφέρω σε αναλογική ταινία. Το 1987 είχα πια τόσο πολλή δουλειά, ώστε αποφάσισα να αφήσω το κόρνο και να ασχοληθώ αποκλειστικά με την ηχογράφηση. Με ένα καλό επιχειρηματικό σχέδιο, η τράπεζα μου δάνεισε τα χρήματα που απαιτούνται για να αγοράσω τον επαγγελματικό εξοπλισμό της Sony, που όχι μόνο μου έδωσε την ευκαιρία να κάνω το post production για τις δικές μου ηχογραφήσεις, αλλά και πολλοί μουσικοί (που έπαιζαν από κλασική ως χέβυ μέταλ) ερχόντουσαν στην Channel Classics για το mastering των δικών τους δίσκων.
Υπάρχει μια ηχογράφηση του Jared Sacksνα παίζει κόρνο.
Όχι ως σολίστ. Μα έπαιξα για πάρα πολλά χρόνια σε ραδιοφωνικές ορχήστρες, ώστε να υπάρχουν αρκετές ηχογραφήσεις.
Το παλαιότερο cd σας στη δισκοθήκη μου νομίζω ότι είναι ένα ρεσιτάλ για λαούτο με τον Toyohiko Satoi. Ποια ήταν η πρώτη ηχογράφηση της Channel Classics;
Οι δύο πρώτες ηχογραφήσεις που έκανα ήταν με τους Walter van Hauwe, Kees Boeke και Frans Bruggen στην Ιταλία με τα σύνολα «Little Consort» και «SourCream». Είχα ήδη κάνει ηχογραφήσεις για άλλες εταιρίες και το 1990 θεώρησα ότι ήταν η κατάλληλη στιγμή για να ξεκινήσω να ηχογραφώ τους καλλιτέχνες με τους οποίους θα ήθελα να συνεργαστώ. Οι Walter και Kees ήταν φίλοι μου και ήταν μια λογική αρχή. Ο Toyohiko Satoi ήταν μέρος της ορχήστρας τους. Ο πρώτος κωδικός στον κατάλογο της Channel Classics ήταν το «Winterreise» με τους Max van Egmont και Jos van Immerseel. Με τον Jos προχωρήσαμε στην ηχογράφηση όλων των κοντσέρτων για πιάνο του Μότσαρτ με όργανα εποχής.
Ο πρώτος δίσκος μπορεί να ήταν με lieder, αλλά έχετε λίγη φωνητική μουσική στον κατάλογο της εταιρίας.
Είναι παράξενο που το προσέξατε αυτό. Είναι αλήθεια ότι στις πρώτες 100 κυκλοφορίες η παρουσία των φωνητικών είναι ελάχιστη –ούτε οι φωτογραφίες των καλλιτεχνών στο εξώφυλλο. Τώρα τα πράγματα έχουν εξομαλυνθεί. Έχω πλήρεις κύκλους τραγουδιών των Schreker, Respighi, Elgar, Szymanowski· τα Πάθη του Bach· τα φωνητικά σύνολα The Gents και Frommermann, και τη Χορωδία της Σουηδικής Ραδιοφωνίας.
Νομίζω ότι η δυσκολία μου με τα φωνητικά οφείλεται στο ότι η μητέρα μου είχε μονίμως όπερα στο ραδιόφωνο όταν ήμουν μικρός. Ιδιαίτερα κάθε Σάββατο άκουγε τη ζωντανή μετάδοση από την Metropolitan Opera. Υποθέτω ότι ήταν πάρα πολύ για μένα! Και αργότερα, όταν έπαιζα στην ορχήστρα μιας όπερας, άκουγα τις σοπράνο με το portamento και το vibratoτους και δεν καταλάβαινα καν σε ποια γλώσσα τραγουδούσαν! Ο κόσμος μου ήταν η ορχήστρα και η μουσική δωματίου, έτσι ψάχνω για τους μουσικούς και τη μουσική που με κάνουν να αισθάνομαι άνετα.
Ο Hein Dekker είναι ένας πολύ γνωστός παραγωγός, και συνεργάζεστε μαζί του τα τελευταία χρόνια. Πόσο διαφορετικό είναι να είστε ταυτόχρονα και παραγωγός και ηχολήπτης, από το να είστε μόνο ηχολήπτης;
Ο Hein εργάστηκε για χρόνια στη Philips, έως το κλείσιμο της δισκογραφικής το 2004. Αυτός με σύστησε στο Ivan Fischer, ο οποίος έχει και σπίτι στο Άμστερνταμ (έχει σπουδάσει, εργαστεί, παντρευτεί και έκανε και δύο κόρες εδώ). Έχουμε συνεργαστεί σε 25 ηχογραφήσεις τα τελευταία 10 χρόνια, με μεγάλη επιτυχία. Δουλεύουμε πολύ καλά μαζί. Συναποφασίζουμε για τον ήχο που δημιουργούμε και συνεργαζόμαστε στενά και στο post production. Αντίστοιχα, δεν έχω γνώση των οργάνων και των ερμηνειών «εποχής», οπότε για δίσκους όπως της Rachel Podger, o Jonathan Freeman Atwood ήταν ανέκαθεν παραγωγός. Αν και κάνω το 80% των παραγωγών μόνος μου, δεν υπάρχει κανένας τρόπος που να μπορώ να κάνω τα πάντα και στους 16 τουλάχιστον δίσκους που βγάζω κάθε χρόνο και να εξακολουθώ να έχουν κάποιο είδος «κανονική» οικογενειακή ζωή!
Αν θυμάμαι καλά, ορισμένα από τα πρώτα CD της Channel δεν σας αναφέρουν ούτε ως παραγωγό ούτε ως ηχολήπτη. Αν ένας καλλιτέχνης έρθει με μια έτοιμη εγγραφή, θα το εκδώσει στην ετικέτα σας, ακόμα κι αν δεν είχε τον έλεγχο της παραγωγής;
Μου αρέσει να συνεργάζομαι στενά με τους μουσικούς, που σημαίνει ότι θέλω να είμαι μέρος της όλης διαδικασίας. Δεν είμαι στη δουλειά αυτή απλά για να τυπώνω CD. Στην αρχή είχα συνεργάτες, και δύο σύνολα εξοπλισμού, και δίκτυο διανομής, και εταιρία παραγωγής που έκανε ηχογραφήσεις για τρίτους. Το 1994 είδα ότι αυτό δεν οδηγούσε πουθενά οικονομικά. Έτσι γύρισα στην ουσία, την ηχογράφηση καλλιτεχνών που ήθελα πραγματικά να εργαστώ μαζί τους. Από το 1996 η εταιρία απασχολεί μόνο 4 άτομα.
Αυτό με εκπλήσσει. Η παραγωγή σας (ποσοτικά αλλά κυρίως και ποιοτικά) με οδηγούσε στην εικόνα ότι έχετε μερικές δεκάδες εργαζόμενους. Ποιοι είναι οι υπεύθυνοι για τη μαγεία της Channel;
Ευχαριστώ για το κομπλιμέντο για τη μαγεία της Channel Classics. Η προς τα έξω εικόνα είναι πολύ σημαντική, και χαιρόμαστε που η σκληρή μας δουλειά χαίρει εκτίμησης. Η γυναίκα μου είναι υπεύθυνη εδώ και 15 χρόνια για τα έντυπα. Έχουμε ακόμα μία λογίστρια και μια υπεύθυνη πωλήσεων. Όλοι βέβαια βοηθάμε όταν χρειάζεται. Εγώ ας πούμε είμαι πολύ καλός στον να βρίσκω και να κουβαλάω τις παραγγελίες από την αποθήκη.
Βρήκα της σειρά Channels of China πολύ ενδιαφέρουσα. Πώς προέκυψε;
Το 2003 συνεργαζόμουν με την Philips για την προώθηση του DSDκαι του SACD. Ένα από τα ταξίδια μου ήταν στην Ασία, όπου επέδειξα πολυκαναλικές εγγραφές σε μια έκθεση ήχου στο Guangzhou της Κίνας. Έκανα κάποιες επαφές με μια σειρά από εξέχοντες μουσικούς και πριν από την αναχώρηση είχαμε συμφωνήσει για κάποιες ηχογραφήσεις με τη Φιλαρμονική Ορχήστρα του Πεκίνου. Εγώ προσωπικά ενδιαφερόμουν να συνεργαστώ με καλλιτέχνες που παίζουν παραδοσιακά όργανα (pipa, erhu, κλπ). Καταφέραμε σε κάθε περίοδο ηχογραφήσεων να περιλαμβάνουμε ένα ευρύ φάσμα καλλιτεχνών.
Υπάρχει κάποιο crossover ρεπερτόριο, στη Channel Classics. Έχετε ποτέ σκεφτεί να επεκταθείτε στη τζαζ ή άλλα μουσικά είδη; Για παράδειγμα, έναν δίσκο του Eric Vloeimans με δική του μουσική;
Απολαμβάνω να δουλεύω με διαφορετικά ήδη· έχω κάνει αρκετές ηχογραφήσεις με τον Alfredo Marcucci στο μπαντονεόν. Στο ξεκίνημά μου ηχογράφησα τζαζ σύνολα, αλλά η συνεργασία ήταν απογοητευτική. Οι ομάδες αυτές είναι συνηθισμένες να ηχογραφούνται από κοντά, ανεξάρτητα ο καθένας σε ένα στεγνό στούντιο. Τα πάντα «δένουν» στο post production. Προσπάθησα, αλλά δεν είχαν συνηθίσει στον δικό μου τρόπο εργασίας. Και δεν συνέχισα. Τώρα, 20 χρόνια αργότερα, ο προτιμώμενος τρόπος ηχογράφησης είναι ακριβώς η χρήση των ελάχιστων μικροφώνων, της μινιμαλιστικής επεξεργασίας, της πραγματικής ενέργειας, της πλούσιας ακουστικής!
Ευχαριστήθηκα πολύ τη συνεργασία του Eric Vloeimans και την HollandBaroqueSociety. Όταν έμαθα για το projectεπέμεινα πολύ να κάνουμε αυτή την ηχογράφηση. Η συνεργασία αυτή είχε μεγάλη επιτυχία στην Ολλανδία, με αποκορύφωμα την περσινή συναυλία τους για τον Βασιλιά. Ο γιος μου Jonas έχει ανεβάσει ένα βίντεο στο YouTube από αυτή τη δουλειά. Αυτό που είναι επίσης σπουδαίο, είναι ότι αφού ο Ericαυτοσχεδιάζει, δεν μπορώ να κάνω καμιά επεξεργασία. Όλα είναι πρώτες λήψεις!
Πώς επιλέγετε το ρεπερτόριο και τους καλλιτέχνες; Υπάρχει συμβόλαιο ή η συμφωνία είναι για κάθε δίσκο χωριστά;
Η επιλογή των καλλιτεχνών είναι μια σημαντική απόφαση και μια δέσμευση. Θεωρούμε δεδομένο ότι οι καλλιτέχνες παίζουν πολύ καλά και είναι σε θέση να επικοινωνούν με το κοινό τους. Αλλά το ερώτημα είναι πού θέλουν να είναι σε πέντε χρόνια; Πόσο δεσμευμένοι είναι στο όραμά τους; Δέχομαι πολλά αιτήματα κάθε μήνα από καλλιτέχνες που θέλουν να μπουν στην οικογένειά της Channel Classics. Αλλά ρωτώ αν έχουν μάνατζερ, πόσα κοντσέρτα δίνουν τον χρόνο, ποια είναι η επαφή τους με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, κ.ά.. Τα χρόνια που ο καλλιτέχνης απλά έπαιζε τον ρόλο του και πήγαινε στο σπίτι έχουν παρέλθει. Στη σημερινή αγορά η αυτοπροβολή του καλλιτέχνη είναι αποφασιστικός παράγοντας για να εξασφαλίσει δισκογραφική και συναυλιακή παρουσία. Με τους νέους καλλιτέχνες κάνω μια συμφωνία για τρεις ηχογραφήσεις και στη συνέχεια επανεξετάζω πώς έχει ανταποκριθεί η αγορά. Η ηχογράφηση είναι η επισκεπτήρια κάρτα τους, σε μια αγορά που μπορεί να τα καταφέρουν ή όχι. Αν τα πάνε καλά, τότε θα πάω κι εγώ καλά.
Πριν δυο χρόνια ένας από τους καλλιτέχνες μου τα κατάφερε τόσο καλά που τον άρπαξε η Sony (σαν τα όρνια). Κατά μια έννοια πωλούν τη ψυχή τους στον διάβολο, γιατί καμιά μεγάλη εταιρία δεν θα του αφήσει να ξεφύγουν από το εμπορικό ρεπερτόριο. Τελικά το θέμα είναι ακριβώς τις επιζητεί κάθε καλλιτέχνης.
Εκπλήσσομαι που δεν θέλετε να χαρακτηρίζουμε την Channel Classics ετικέτα audiophile. Μήπως η λέξη αυτή έχει μια αρνητική κατάσταση σε κύκλους των μουσικών; Πιστεύω ότι η προσοχή στην ποιότητα ήχου εξυπηρετεί τελικά η ίδια η μουσική. Δεν είναι ότι ο σκοπός της υψηλής πιστότητας;
Στο παρελθόν, audiophile ήταν οι ακροατές που άκουγαν τον ήχο και όχι τη μουσική. Άκουσα ηχογραφήσεις από audiophile ετικέτες με το μικρόφωνο πάνω από τη γέφυρα του βιολιού ή κοντά στα σφυριά του πιάνου. Σίγουρα ακούγεται ρεαλιστικό, αλλά δεν ακούτε έτσι τη μουσική. Για να είναι φυσικό και να πάρετε τα πραγματικά συναισθήματα του καλλιτέχνη, πρέπει να μεταφερόμαστε περίπου στην πέμπτη σειρά μιας αίθουσας συναυλιών. Δεν ακούμε μόνο τους άμεσους ήχους των οργάνων, αυτές ακολουθούνται από την ατμόσφαιρα του χώρου. Ο αέρας γύρω από τη μουσική και οι αρμονικές που παράγονται συνθέτουν αυτόν τον συνδυασμό στον οποίον αντιδρούμε. Αυτό είναι που προσπαθώ να καταγράψω.
Ένας Έλληνας ηχολήπτης μου είπε κάποτε ότι «η ακουστική του τόπου εγγραφής είναι ο πιο σημαντικός παράγοντας για την ποιότητα της εγγραφής». Υποθέτω ότι, μετά την ποιότητα του μουσικού! Αισθάνεστε τον ίδιο τρόπο; Πώς επιλέγετε τους χώρους;
Πολύ αληθινό. Το 80% μιας καλής ηχογράφησης είναι ο χώρος όπου εργάζεται κανείς. Το υπόλοιπο είναι να βρει τον καλύτερο τρόπο για να χρησιμοποιήσετε αυτό το χώρο. Δεν μπορεί κανείς να ανοίξει απλά ένα βιβλίο και ακολουθήσει τις οδηγίες. Κάθε εγγραφή είναι διαφορετική. Ακόμη και η αίθουσα στην Βουδαπέστη, όπου έχω κάνει 25 ηχογραφήσεις είναι διαφορετική κάθε φορά. Η μουσική σύνθεση, τα όργανα, η υγρασία της αίθουσας όλα επηρεάζουν το αποτέλεσμα. Φυσικά έχουμε ένα σημείο εκκίνησης για την τοποθέτηση των μικροφώνων, αλλά αυτό δεν αποτελεί εγγύηση. Τελικά πάντα προσπαθώ να φανταστώ τι θέλω να ακούσω στην πέμπτη σειρά της αίθουσας. Είναι όλα θέμα της αναλογίας μεταξύ άμεσης και ανακλώμενης ακτινοβολίας. Θέλω να νιώσω το συναίσθημα, γι’ αυτό ίσως έχω την τάση να πάω πιο κοντά στην πηγή του ήχου απ’ ότι άλλοι.
Η ακουστική είναι ιδιαίτερα σημαντική και για τον μουσικό. Έτσι, αν ένα μπαρόκ βιολί σαν της Rachel Podger -με την οποία έχω κάνει 30 ηχογραφήσεις- έπαιζε σε ένα ξηρό στούντιο, η μουσική προσέγγιση της, η ταχύτητα του παιξίματός της, θα ήταν διαφορετική από ό, τι σε μια εκκλησία με φυσική ακουστική. Έτσι πάντα προσπαθώ να βρω έναν χώρο που να ταιριάζει με τη συγκεκριμένη μουσική. Φυσικά δεν πρέπει να ξεχνάμε τις άλλες προκλήσεις, όπως τα αεροπλάνα, τα αυτοκίνητα, τη θέρμανση, και ένα αξιοπρεπές δωμάτιο ακρόασης, όπου μπορώ να τοποθετήσω τον εξοπλισμό μου και να δουλέψω!
Είστε ένας πρωτοπόρος της DSD εγγραφής. Είμαι βέβαιος ότι γνωρίζετε την αντίθετη άποψη: ότι η διαδικασία DSD είναι ακατάλληλη για την αποθήκευση μουσικής, λόγω της μαθηματικής / θεωρητικής δομής της. Από την άλλη πλευρά, εσείς –μα και άλλοι- ισχυρίζεστε ότι υπάρχει κάτι εγγενώς ανώτερο στην DSD εγγραφή. Μπορείτε να μας περιγράψετε στους αναγνώστες μας αυτή τη μουσική υπεροχή;
Απλά ακολουθώ ό,τι ακούω. Σε εμένα ένας καλός DSD μετατροπέας A/D δίνει τον πιο μουσικό και ρεαλιστικό ήχο από οποιοδήποτε άλλο μέσο αυτή τη στιγμή. Ο αέρας γύρω από τα όργανα, η ανοιχτοσύνη του ήχου που βγαίνει από τα ηχεία, η συναισθηματική φόρτιση λόγω των δυναμικών, της εστίασης, του βάθους και της σταθερότητας της εικόνας, είναι αξεπέραστα, όσον αφορά τις δικές μου απόψεις.
Όταν η Philipsμου ζήτησε το 2000 να βοηθήσω στον έλεγχο του hardware και του software για τις DSD ηχογραφήσεις, ξέραμε ότι αυτό θα ήταν μόνο η αρχή όχι μόνο στο τεχνολογικό μονοπάτι, αλλά και στην εκπαίδευση των ακροατών σε αυτή την τεχνολογία. Και σήμερα η ανάπτυξη συνεχίζεται. Και, ακριβώς όπως στην εποχή του CD και του PCM, η ανάπτυξη οφείλεται σε ανεξάρτητες εταιρίες που βελτιώνουν διαρκώς τη βάση που δημιούργησαν η Philips και η Sony. Ακόμα δεν έχουμε βρει τον ιδανικό τρόπο να κρατήσουμε την ακεραιότητα των αρχείων, αλλά αυτό θα λυθεί σε εύθετο χρόνο. Κάθε μηχανικός βρίσκει το δικό του μέσο σε αυτή την αναζήτηση: 128fs, 256fs, DXD…
Η έλλειψη σε εργαλεία επεξεργασίας DSDμετά από τόσα χρόνια εξακολουθεί να είναι έκπληξη. Δεδομένου ότι θα πρέπει να μετατρέψετε σε DXD σε κάποιο σημείο για την επεξεργασία, γιατί δεν γράφετε σε DXD εξ’ αρχής; Θέλω να πω, η διπλή μετατροπή πρέπει να κοστίσει κάπως σε ποιότητα. Είναι η αρχική ροή DSD τόσο ανώτερη ότι θα προτιμούσατε να περάσουν από όλα τα προβλήματα στο μοντάζ;
Ετοιμάζω πάντα την μίξη αναλογικά και επιτόπου. Έτσι εξασφαλίζω ότι δεν θα χρειαστεί να χρησιμοποιήσω τον μίκτη στο post production. Αυτό δεν είναι πάντα εφικτό, αφού υπάρχουν προβλήματα ισορροπίας που πρέπει να διορθωθούν, αλλά για περισσότερο από το 50% του χρόνου, το σύστημα λειτουργεί. Αυτό συνεπάγεται τη διατήρηση του DSD άθικτου. Μόνο στα crossfades γίνεται ένας συμβιβασμός με τη μετατροπή σε DXD. Γίνεται μεγάλη έρευνα για να καταστεί δυνατή η επεξεργασία σε DSDκαι πιστεύω ότι φέτος θα ακούσετε τις σχετικές ανακοινώσεις. Έχω πειραματιστεί με πολλούς τρόπους για αυτές τις μετατροπές, χρησιμοποιώ 128fs και τον μετατροπέα της Grimmπου είναι ο αρτιότερος αυτή της στιγμή για DSD. Έτσι διατηρείται η ποιότητα των πρωταρχικών αρχείων όσο του δυνατόν ψηλότερα.
Η αγάπη σας για τη μουσική δωματίου είναι εμφανής στην επιλογή ρεπερτορίου της εταιρίας σας -και σας ευχαριστώ γι 'αυτό. Θεωρώ επίσης, ότι η πολυκάναλη ηχογράφηση έχει πολύ μεγαλύτερο αντίκτυπο για μένα στα μικρά σύνολα, ακόμη και σε σόλο όργανα, απ’ ότι στις μεγάλες ορχήστρες. Προσθέτει περισσότερο ρεαλισμό! Το πρόσφατο SACD σας με τον Jaspar de Waal είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για την ανωτερότητα του πολυκάναλου. Εξεπλάγην όταν διάβασα ότι εστιάζετε το post production στο στερεοφωνικό πρόγραμμα. Ποιες είναι οι απόψεις σας σχετικά με το stereo και το multichannel;
Αγαπώ τα πολλά κανάλια βλέπω ότι οι ακροατές ασχολούνται όλο και περισσότερο και με το 5.0 (εγώ δεν χρησιμοποιώ το subwoofer καθώς αισθάνομαι ότι το αποτέλεσμα είναι πιο φυσικό χωρίς το επιπλέον κανάλι). Αντιλαμβάνομαι ωστόσο, ότι το 90% των ακροατών ακούει στερεοφωνικά. Και φυσικά η πρώτη προτεραιότητά μου είναι η στερεοφωνική μίξη να γίνει όσο το δυνατόν καλύτερη. Έτσι, κατά τις ηχογραφήσεις και το μοντάζ δίνω όλο το βάρος μου στο στερεοφωνικό. Θα ηχογραφήσω φυσικά τα επιπλέον τρία κανάλια απευθείας στο μετατροπέα A/D και θα τα αποθηκεύσω μέχρι να τα χρειαστώ. Όταν η στερεοφωνική μίξη ολοκληρωθεί, γυρίζω την επεξεργασία στο πολυκάναλο και ρυθμίζω τα επίπεδα έτσι ώστε κάποιος να μην ακούει ότι τα ακούει! Κάποιος θα καταλάβει ότι τα κανάλια αυτά παίζουν μόνον όταν τα σβήσει. Έτσι συμβαίνει και σε μια καλή αίθουσα συναυλιών, ο ήχος έρχεται από παντού χωρίς καν να το συνειδητοποιείτε.
Βλέπω ότι η δημοσκόπηση στην ιστοσελίδα σας δείχνει ότι τα 2/3 των πελατών σας ακούν από απλό CD player. Πιστεύετε ότι το κοινό αγνοεί την τεράστια τεχνολογική εξέλιξη μετά το «Κόκκινο Βιβλίο», ή νομίζετε ότι δεν ενδιαφέρεται πραγματικά για την υψηλότερη πιστότητα;
Δεν έχω ελέγξει τη δημοσκόπηση πρόσφατα, αλλά το 2013 περισσότερο από το 50% των πωλήσεών μας ήταν σε άυλα αρχεία DSD. Αυτό είναι πολύ ενθαρρυντικό. Γι’ αυτό προχωρήσαμε στην ίδρυση της νέας ιστοσελίδας www.nativedsd.com, ένα site για εκείνους που έχουν ήδη πεισθεί και έχουν δεσμευτεί για το DSD (κι όχι μόνο). Το site πουλάει ηχογραφήσει από πολλές δισκογραφικές εταιρίες. Έχουμε πελάτες σε περισσότερες από 90 χώρες. Όταν άρχισα να προσφέρω τα αρχεία DSD υπήρχαν μόνο δύο DAC στην αγορά που υποστήριζαν native DSD. Τώρα είναι πάνω από 150.
Γνωρίζω ότι το κόστος παραγωγής των SACD είναι πολύ υψηλότερο από το απλό CD. Κάποιες εταιρείες προσφέρουν πλέον μόνο απλό CD και η υψηλή ανάλυση είναι διαθέσιμη μόνο ως download. Παρατήρησα επίσης ότι «Around Prague 1922-1937» δεν ήταν SACD. Αισθάνεστε ότι το download είναι μακροπρόθεσμα η μόνη βιώσιμη διανομής μουσικής; Ήταν το συγκεκριμένο SACD μια δοκιμή για αυτό;
Τώρα πια παράγω τα SACD για ορισμένα έργα ως περιορισμένη έκδοση. Αυτό σημαίνει ότι στην επανατύπωση οι δίσκοι θα βγαίνουν μόνο ως απλά CD. Είμαστε αναγκασμένοι να απορροφούμε το υψηλό κόστος παραγωγής του SACD. Όταν η ελάχιστη ποσότητα εκτύπωσης είναι 500 κομμάτια, τότε είναι απλό να βρούμε τι ποσότητα πρέπει να πουλάμε σε έναν χρόνο. Τα DSD downloads μας λύνουν αυτό το πρόβλημα. Υπάρχουν ένα-δυο πολυκάναλα DAC στην αγορά, όπως το Exasound EX28 που είναι ένα θαυμάσιο εργαλείο σε εξαιρετική τιμή. Αλλά απέχουμε πολύ από το σημείο που θα σταματήσουμε να τυπώνουμε SACD. Το «Around Prague 1922-1937» κυκλοφόρησε μόνο σε CD γιατί ήξερα εκ των προτέρων ότι οι πωλήσεις θα ήταν χαμηλές· ήταν όμως σημαντικό να ηχογραφήσουμε αυτά τα έργα λόγω της ιστορικής αξίας τους.
Πιστεύω πως όσο μεγάλη επιτυχία έχει ένας άνθρωπος, είναι ζωτικής σημασίας να διδάσκει τους διαδόχους του. Έχετε μαθητευόμενους που πλέουν έχουν μπει στην αγορά και παράγουν καλές ηχογραφήσεις;
Κάθε χρόνο δέχομαι ένα τελειόφοιτο από το Ωδείο της Χάγης για εξάμηνη πρακτική άσκηση. Με βοηθούν με τις ηχογραφήσεις και με την μίξη και επεξεργασία με βάση τις σημειώσεις μου στις παρτιτούρες, Τους δείχνω πώς τοποθετώ τα μικρόφωνα, πώς μπορώ να πάρω τον ήχο που θέλω, πώς συνεργάζομαι με τους μουσικούς. Φυσικά η μέθοδός μου είναι το αποτέλεσμα 30 ετών εμπειρίας και περισσότερων από 400 ηχογραφήσεων. Και ακόμα μαθαίνω! Οι φοιτητές μπορούν να πάρουν ό,τι θεωρούν ότι είναι το κατάλληλο για αυτούς. Ακόμα και να μάθουν πως δεν θέλουν να κάνουν μια ηχογράφηση!
Υπάρχει κάποια ηχογράφηση που ζηλεύετε που δεν κυκλοφορήσατε εσείς;
Πρόσφατα κυκλοφόρησε στην Sony το «Prayer» με την υπέροχη τσελίστα Sol Gabeta. Μακάρι να την είχα στην Channel Classics.
Είστε συναισθηματικά δεμένος με κάποια από τις ηχογραφήσεις σας;
Μία ηχογράφηση με την οποία είμαι πολύ συνδεδεμένος συναισθηματικά είναι το «Timeless Tango» με τον Alfredo Marcucci. Την έκανα το 1998· ο Alfredo πέθανε περίπου πριν από 4 χρόνια, αλλά το πνεύμα του ζει σε αυτή την ηχογράφηση. Ένας τέτοιος μουσικός με την έντονη προσωπικότητά του, μου λείπει πολύ.
Όταν ήμουν στο Άμστερνταμ κατά τη διάρκεια του Outmarkt πριν από πολλά χρόνια, έμεινα έκπληκτος από τη μουσική σκηνή της πόλης. Είναι ακόμα τόσο ισχυρή;
Η πολιτιστική ζωή εδώ στην Ολλανδία περνάει πολύ δύσκολα τα τελευταία δύο χρόνια γιατί η κυβέρνηση έχει περικόψει τις επιδοτήσεις σε όλους τους πολιτιστικούς τομείς. Πολλά σύνολα αναγκάστηκαν να σταματήσουν, άλλα να ανασυνταχθούν και να εργαστούν από κοινού, πολλοί μουσικοί απολύθηκαν. Αυτό δεν δημιουργεί την καλύτερη ατμόσφαιρα για μουσική δημιουργία –για να το πούμε κομψά. Τυχαίνει να έχω δύο σύνολα (την Amsterdam Sinfonietta και την Holland Baroque Society) που κατάφεραν να βρουν επιδοτήσεις και χορηγίες, αλλά αυτό δεν είναι συνηθισμένο για τον ιδιωτικό τομέα της Ολλανδίας. Και να μην ξεχνάμε πόσοι σολίστ εδρεύουν στη χώρα.
Πώς η οικονομική κρίση επηρεάζει τη μουσική και τη δισκογραφία στην Ολλανδία;
Αυτό που η κυβέρνηση φαίνεται να ξεχνάει είναι ότι, αν θέλουμε τους κορυφαίους μουσικούς για ένα σύνολο όπως η ορχήστρα Concertgebouw, θα πρέπει να έχουμε μια σωστή εκπαίδευση. Δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου προγράμματα μουσικής εκπαίδευσης πλέον, με τα μουσικά σχολεία να έχουν πρακτικά κλείσει. Ενώ η Γερμανία συνεχίζει να αυξάνει τον προϋπολογισμό για τον πολιτισμό, στην Ολλανδία υποκύψαμε στις πολιτικές πιέσεις για τον περιορισμό στους εύκολους τομείς, χωρίς να σκεφτόμαστε τι προσφέρει ο πολιτισμός σε μια μικρή χώρα όπως η Ολλανδία. Και τι αφήνει πίσω της μια χώρα, αν όχι τον πολιτισμό της; Είναι θλιβερό…
Πώς θα συνοψίζατε το έργο σας σε δυο φράσεις;
Μια μικρή ετικέτα όπως η Channel Classics προσπαθεί να κάνει τη διαφορά προωθώντας μερικούς από τους καλύτερους καλλιτέχνες τόσο στην Ολλανδία όσο και στο εξωτερικό. Και για μένα προσωπικά, είναι μια υπέροχη σκέψη ότι κάποιες από τις δικές μου ηχογραφήσεις θα ακούγονται πολύ καιρό μετά που θα έχω φύγει.
ΚΕΙΜΕΝΟ: ΘΕΜΗΣ ΝΤΑΛΛΑΣ