Έχει πουλήσει μέχρι σήμερα 50.000.000 αντίτυπα και ο χορός των αριθμών δε φαίνεται να καταλαγιάζει, καθώς κάθε γεγονός που σχετίζεται μαζί του γίνεται αφορμή για νέες εκδόσεις, σε διαφορετικά φορμά και concept, διανθισμένα με «ανέκδοτο υλικό» και «γαργαλιστικές λεπτομέρειες».
Παγκόσμια επιτυχία εξαρχής, το Dark Side έγινε σιγά σιγά κάτι σαν το μονόλιθο του 2001.
Το φλερτ με το διάστημα, σήμα κατατεθέν της ψυχεδελικής σχολής που εξέφραζαν οι Floyd, έπαιξε ρόλο στη διαχρονική του γοητεία, άσχετα αν στην πραγματικότητα ο τίτλος του ήταν συμβολικός. Με την κεντρική ιδέα να αφορά «όλα όσα οδηγούν τους ανθρώπους στα άκρα», το concept αγγίζει μια σειρά τραυματικών θεμάτων (η απομόνωση, το πέρασμα του χρόνου, το χρήμα, η παράνοια, ο θάνατος...).
Οι δύο σουίτες από τις οποίες αποτελείται συνθέτουν μια απτή ηχητική παραίσθηση, καθώς οι Floyd εξερευνούν τα εδάφη ενός μυστικού, εσώτερου «πλανήτη», μεγιστοποιώντας τη χρήση των ηλεκτρονικών εφέ, των συνθεσάιζερ και των μεθόδων της musique concrete: «περιβαλλοντικοί» ήχοι, ο παλμός μιας καρδιάς, χτύποι ρολογιών, ελικόπτερα, αριθμομηχανές κτλ. κυριαρχούν στη σκηνοθεσία, ενισχύοντας την αύρα του «οικεία παράξενου» και αυξάνοντας τη διεισδυτικότητα του έργου.
Η σκανδαλώδης ηχητική διαύγεια έχει το ονοματεπώνυμο του μάγου της κονσόλας, Alan Parsons, και οφείλεται στη χρήση νέων τότε τεχνικών, αλλά και στη χρησιμοποίηση για πρώτη φορά δεκαέξι καναλιών ηχογράφησης.
Η επιτυχία του The Dark Side of The Moon βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό στην υπερπαραγωγή και στα εκμαυλιστικά ηχοχρώματα. Ήταν, άλλωστε, η αντίδραση σε «υπερφίαλα» project, όπως αυτό που θα έφερνε τρία χρόνια μετά την έκρηξη του New Wave.
Στην Ελλάδα το άλμπουμ θα φτάσει σε μια εποχή όπου νεοπαγή «αστικά» στρώματα ψάχνουν τη «δική τους» φωνή, αλληθωρίζοντας προς ένα μοντερνισμό εκφρασμένο από το ιταλικό τραγούδι, τον Ντέμη Ρούσσο και τη Βίκυ Λέανδρος. Θα ανακαλύψουν σύντομα αυτήν τη φωνή στο βελούδινο ηχόχρωμα του Γιάννη Πάριου. Το ροκ ήταν ακόμη υπόθεση «υποομάδων», όσο για το Saturday Night Fever... ήταν τέσσερα χρόνια μακριά.
Το Dark Side ήταν σαφέστατα έξω από τις παραστάσεις του ελληνικού mainstream. Είχε, ωστόσο, ένα ατού: «εκείνο τον ήχο», που δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητος και που αποκτούσε για πρώτη φορά αυτοτελή αξία, αυτονομημένος από το ίδιο το μουσικό γίγνεσθαι. Ο «απόλυτος» δίσκος για το τεστάρισμα των στερεοφωνικών θα γινόταν το ηχητικό φετίχ του νεόπλουτου που ξοδεύει περιουσίες για μηχανήματα, αρκούμενος κατά τα άλλα σε μια δισκοθήκη των δεκαπέντε άλμπουμ.
Σωκράτης Παπαχατζής