Μεγάλη μας χαρά είναι όταν φθάνει στα γραφεία του περιοδικού για δοκιμή κάποια ελληνική μηχανή. Ό,τι κι αν είναι αυτή. Ήχου, εικόνας, τηλεπικοινωνιών, υπολογιστικό σύστημα ακόμη και... ο μηχανισμός των Αντικυθήρων.
Τον τελευταίο καιρό η ροή αυτή έχει αυξηθεί, αφού πολλοί νέοι μηχανικοί και γνώστες του είδους προτιμούν να δοκιμάσουν την τύχη τους με τη δημιουργία παρά με τη «μόδα» της ανεργίας. Έπρεπε η αγορά εργασίας στην Ελλάδα να φθάσει τόσο χαμηλά ώστε όλοι μας να ψαχτούμε για την επόμενη ημέρα, όχι μόνο για λόγους βιοποριστικούς αλλά να αποδείξουμε στο εαυτό μας ότι μπορούμε να παίξουμε και άλλους ρόλους από αντιπρόσωποι ξένων οίκων.
Για μένα η μεγαλύτερη επιτυχία ενός Έλληνα αντιπροσώπου high-end δεν είναι η πώληση ενός ζεύγους ηχείων αξίας 70.000 ευρώ, αλλά κάποια στιγμή μέσα στην πορεία του να δημιουργήσει και κάτι δικό του. Μια μάρκα, ένα όνομα, μια συσκευή.
Όχι για τον εαυτό του, αλλά για πώληση σε εσωτερικό και εξωτερικό. Τότε θα χαίρει του σεβασμού όλων! Τότε θα μπορεί να λέει ότι πρόσφερε στο χώρο. Αν δε ξέρει από ηλεκτρονικά, τότε ας επενδύσει το κέρδος από την πώληση των ηχείων σε κάποιον που ξέρει. Στο εξωτερικό τα παραδείγματα είναι δεκάδες.
Ελπίζουμε να συμβεί και αυτό κάποια στιγμή στη χώρα μας και -γιατί όχι;- μια εξαγορά κάποιου ξένου οίκου από Έλληνα αντιπρόσωπο ή αντιπροσώπους. Όπως έγινε πρόσφατα στην Ιταλία, όπου αγόρασαν την Audio Research αλλά και τη McIntosh Labs.
Η πρωτοεμφανιζόμενη Lab 12 έχει όλα τα εχέγγυα να πετύχει. Δημιουργήθηκε από έναν άνθρωπο που αν και διέπρεψε εργαζόμενος σε διάφορες αντιπροσωπίες, όταν αποφάσισε να κάνει κάτι μόνος του δεν έφερε τα προϊόντα της Fadel, για παράδειγμα, στη χώρα μας, αλλά έφτιαξε κάτι δικό του.
Το περιοδικό αυτό πάντα στηρίζει τέτοιες κινήσεις και είναι εδώ όχι για να τα κονομήσει, αλλά γιατί «έκαστος εφ’ ω ετάχθη». Πίσω από τη Lab 12 βρίσκεται ο Στράτος Βήχος, που μετράει ουκ ολίγα χρόνια στο χώρο του ήχου, πότε ως εγκαταστάτης, πότε ως διαγωνιζόμενος σε car audio και πότε σε επαγγελματικά συστήματα. Γνωρίζει από μέσα την αγορά και το 2006 άρχισε την κατασκευή προϊόντων ήχου.
Πρώτα για τον εαυτό του και μετά για τους γύρω του. Το χόμπι έγινε δουλειά και τα τελευταία χρόνια είναι το μόνο που κάνει. Δημιούργησε την εταιρεία Lab 12 και το πρώτο του επίσημο μοντέλο παραγωγής είναι το DAC1 που δοκιμάζουμε εδώ. Αργότερα θα ακολουθήσουν και άλλες ηχομηχανές, όλες είναι χειροποίητες και βαθιά ψαγμένες, τόσο ηχητικά όσο και στην επιλογή των υλικών. Ακόμα και το σασί φτιάχνει μόνος του. Το κόψιμο της πρόσοψης, το βάψιμο και η συναρμολόγηση περνούν από το χέρι του.
Γιατί, όπως λέει: «Μου αρέσει να βλέπω αυτό που δημιουργώ, σαν να πρόκειται να το κρατήσω». Τονίζει βέβαια ότι είναι «λάτρης του αναλογικού και μουσικά ισορροπημένου ήχου και όχι των υπεραναλυτικών ‘‘μοντέρνων’’ τάσεων...». Το DAC1, ο πρώτος ελληνικός ψηφιοαναλογικός μετατροπέας, είναι το πρώτο μοντέλο της γραμμής παραγωγής (στο Νέο Ηράκλειο) της Lab 12. Πρόκειται για έναν μετατροπέα στον οποίο δεν εφαρμόζεται κανενός είδους υπερδειγματοληψία.
Στηρίζεται στο DAC τσιπάκι TDA1543 της Philips επιπέδου 16-bit. Χρησιμοποιεί 8 ταιριασμένα TDA1543 παράλληλα συνδεδεμένα μεταξύ τους. Το σήμα από τον receiver DIR9001 (που μπορεί να δεχτεί S/PDIF και Ι2S) φθάνει στα dac και στη συνέχεια παραδίδεται στο στάδιο εξόδου, που είναι λαμπάτο. Ο τοροειδής μετασχηματιστής (ελληνικής κατασκευής Giatras) έχει ξεχωριστά τυλίγματα για κάθε στάδιο που «βλέπουν» πυκνωτές Νichicon Gold Tune.
Οι τοπικές σταθεροποιήσεις είναι έξι, μία για κάθε στάδιο με πολύ μεγαλύτερα ενεργειακά αποθέματα από τις απαιτήσεις των κυκλωμάτων που υποστηρίζουν. Παντού χρησιμοποιούνται επιλεγμένα υλικά και καλωδιώσεις. Στα ψηφιακά στάδια έχουμε πυκνωτές Wima film και αντιστάσεις Dale με ανοχές 1%, ενώ στα αναλογικά αντιστάσεις ΑΒ Carbon (άνθρακα). Η τρίοδος λυχνία στην έξοδο είναι της Philips (από τη παλιά σειρά Special Quality 1960), με δαχτυλίδι απόσβεσης, και πυκνωτές σύζευξης oι Δανέζικοι Jantzen, επιλογής Superior-Z.
Το σύνολο ολοκληρώνεται με μια φροντισμένη στήριξη του σασί από τρεις κώνους από έβενο που έχουν πολύ υψηλή συχνότητα συντονισμού. Όλοι οι ακροδέκτες επιχρυσωμένοι είναι ανώτατης ποιότητας με τεφλόν. Έχει δοθεί ιδιαίτερη επιμέλεια στη στιβαρότητα του σασί. Υπάρχει διπλό πάτωμα, αποσβεστικό υλικό και επιφάνειες χαλκού.
Η πρόσοψη είναι βαμμένη σε χρώματα πολυτελών αυτοκίνητων (Lexus, Lamborghini, Ferrari κ.ά.) και διαθέτει δύο VUmeters της Nissei για να έχει ο χρήστης οπτική ένδειξη της στάθμης εξόδου. Μιας και ο κατασκευαστής είναι Έλληνας που ζει στην Αθήνα, έχουμε το πλεονέκτημα του άμεσου service ή custom παραγγελίας (για παράδειγμα, χρώμα πρόσοψης).
Τα μήκη των καλωδίων, οι αποσβέσεις στο σασί, το τροφοδοτικό, το στάδιο μετατροπής, η λάμπα και γενικά η φινέτσα στο εσωτερικό της συσκευής δείχνουν κατασκευαστή με μεράκι και γνώση. Φαντάζομαι ότι, αν ο κ. Στράτος Βήχος είχε τα εργαλεία μιας audio βιομηχανίας, θα παρήγαγε θαύματα. Ένα μεγάλο μπράβο στη Lab 12 για την προσεγμένη κατασκευή της συσκευής, που δεν είναι made in China.
Στο πίσω μέρος υπάρχει ένα σετ αναλογικών εξόδων RCA, μια S/PDIF ψηφιακή είσοδος τερματισμένη σε RCA, ένας μηχανικός on/off διακόπτης με ασφάλεια και that’s it. Η συσκευή μπορεί να αναβαθμιστεί και να γίνει USB DAC, αλλά και να της τοποθετηθεί οπτική ή/και AES/EBU είσοδος, κάτι για το οποίο έχει προβλέψει ο κατασκευαστής της.
DAC ATTACK... ΣΥΝΕΧΕΙΑ
Ήρθε η ώρα του «διά ταύτα». Μετά τα μπράβο και τα εύγε στον κ. Στράτο Βήχο ήρθε η ώρα να περάσουμε τις ψηφιοσειρές μας από την ψηφιακή είσοδο του DAC1. Ως τράνσπορτ χρησιμοποιήσαμε ένα αξιόλογο CD player, το Harman Kardon HD970, ενώ ως αναφοράς υπήρχε διαθέσιμο το Vaughan της Μ2ΤΕCH, καθώς και άλλα DAC χαμηλότερης τιμής.
Το DAC1 ανήκει στην κατηγορία πάνω από 1.300 ευρώ και, αν κρίνω από τα υλικά (μπουτίκ) που χρησιμοποιεί, είναι αρκετά φθηνό, όμως υπολείπεται στο θέμα των δυνατοτήτων. Ο ανταγωνισμός κατεβαίνει με ασύγχρονες USB, με περισσότερες ψηφιακές εισόδους, με προενισχυτή, με είσοδο ακουστικών, με DSP, με τηλεχειριστήριο κ.ά. Αντίθετα, τo DAC1 παρουσιάζεται ως «Τhis is Sparta», με μία μόνο ψηφιακή είσοδο και περίσσια απλότητα, που στη τεχνολογία είναι είδος τέχνης. Ο κατασκευαστής υπόσχεται ότι αναβαθμίζεται ανάλογα με τις επιθυμίες του αγοραστή. Αφήσαμε, λοιπόν, αρκετές ώρες τη συσκευή να ανεβάσει θερμοκρασία (να ζεσταθεί η λάμπα, δηλαδή), ώστε να είναι έτοιμη για το μεγάλο «κλείδωμα». Τα πρώτα σήματα έκαναν τις χαριτωμένες βελόνες των VU μέτρων να χορεύουν στο ρυθμό, ενώ τα τρία ενδεικτικά LED να λάμπουν από μπλε φως.
Τα όργανα ένδειξης της στάθμης εξόδου είναι μια ευχάριστη νότα στην πρόσοψη της συσκευής και καλοδεχούμενα. Αρχίσαμε με τις κόντρες αμέσως. Ακρόαση του player χωρίς DAC, ακρόαση με άλλο εξωτερικό DAC, ακρόαση της ίδιας μουσικής με το Vaughan και ακρόαση με το Lab 12. Διαφορές παντού. Άλλο DAC βελτίωνε λίγο, άλλο ελάχιστα, άλλο σχεδόν καθόλου, άλλο σημαντικά και άλλο θεϊκά. Η ελληνική συσκευή ξεπέρασε ηχητικά πολλά εισαγόμενα, κάτι που μας έκανε ιδιαίτερα υπερήφανους. Ξεμπρόστιασε την κατηγορία των 1.000 ευρώ και -δικαιολογημένα- πλασαρίστηκε ανάμεσα στα καλύτερα DAC των 1.500 ευρώ. Κάτι που το πραγματοποίησε χωρίς να κοπιάσει, χωρίς να ζοριστεί. Το DAC1, από τη στιγμή που πιέσουμε το player, βγάζει αμέσως ήχο, δεν καθυστερεί, δεν υπολογίζει, χωρίς υπερδειγματοληψία.
Είναι ένας ψηφιοαναλογικότατος μετατροπέας και αυτό το ακούς με την πρώτη. Χτίζει έτσι απλά μια γεμάτη και ευρεία στερεοφωνική εικόνα, που είναι τόσο καλή όσο τα ενισχυτικά και τα ηχεία μας. Ο ήχος ρέει φυσικά και δεν καταλαβαίνεις ότι η ανάλυση είναι μόλις 16-bit, τη στιγμή που το Vaughan ξέρει από 32-bit.
Στο DAC1 όλα δείχνουν απλά και εύκολα, όπως απλά και εύκολα (για τη σημερινή τεχνολογία) είναι τα σήματα PCM ενός CD. Ήχος με υπόσταση, με όγκο με μέγεθος. Καθόλου λεπτόηχος ή «ψηφιακός», όπως ίσως μερικοί από εμάς έχουμε βιώσει από άλλα DAC. Δυνατά του σημεία, η διαφάνεια, σχεδόν ουδετερότητα, η θέρμη και η μουσικότητα, με την έννοια της φιλικότητας στο αυτί. Χαρακτηριστικά που αρέσουν στην ανθρώπινη φύση μας και στα ακούσματά μας.
Μερικά από αυτά σχετίζονται με την εκπληκτική απόδοση των πνευστών, καθώς και με την πλούσια και ρευστή αναπαραγωγή των κατώτερων οκτάβων. Παρέχονται άφθονες δόσεις ρεαλισμού και ατμοσφαιρικότητας. Τα μπάσα είναι εκεί, οι μεσαίες γλυκές και ουσιώδεις, ενώ τα πρίμα λάμπουν από διαύγεια. ΟΚ, δεν έχουν την ανάλυση των μεγάλων DAC, την αέρινη υπόσταση των αρχείων στα 192ΚHz και την ουδετερότητα του Vaughan.
Αυτό που έγινε είναι ότι το DAC1 βελτίωσε σημαντικά (άλλη συσκευή το έκανε) το Harman Kardon, νίκησε κατά κράτος άλλα DAC, έφταιξε τον ήχο σε Samsung, Pioneer και Philps Blu-ray players και έγινε το popular DAC για αρκετές ημέρες στο σύστημα αναφοράς του περιοδικού. Η Lab 12 πέτυχε το σκοπό της και κατεβαίνει στην αγορά με το δεξί! Δημιούργησε μια άκρως ανταγωνιστική συσκευή, η οποία μπορεί να γίνει το βελτιωτικό κάθε περασμένου CD/DVD/Blu-ray player κατηγορίας 1.000 ευρώ και βάλε.
ΥΠΕΡ
Ελληνικό και αποτελεσματικό
Κορυφαία υλικά και λάμπα
Ηχεί καλύτερα από πολλά DAC της αγοράς
ΚΑΤΑ
Περιορισμένο σε δυνατότητες
Δε διαθέτει περισσότερες εισόδους
ΤΑΥΤΟΤΗΤΑ
ΕΙΔΟΣ: Ψηφιοαναλογικός μετατροπέας DAC, 24 bit/96 KHz
ΣΤΑΘΜΗ ΕΞΟΔΟΥ@ 0 dB: 1,6 Vrms @ 1kHz
ΕΙΣΟΔΟΙ: 1xS/PDIF
EΞΟΔΟΙ: 2xRCA stereo
ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ: (ΠxYxB): 42x8,5x26 εκ.
ΒΑΡΟΣ: 5 κιλά